-
1 пара
пара ж το ζευγάρι, το ζεύγος· \пара ботинок ένα ζευγάρι παπούτσια· супружеская \пара το ζευγάρι, το αντρόγυνο* танцевальная \пара το χορευτικό ζευγάρι* * *жτο ζευγάρι, το ζεύγοςпа́ра боти́нок — ένα ζευγάρι παπούτσια
супру́жеская па́ра — το ζευγάρι, το αντρόγυνο
танцева́льная па́ра — το χορευτικό ζευγάρι
См. также в других словарях:
παρτενέρ — ο, η 1. αυτός που χορεύει μαζί με άλλον ή άλλη ως χορευτικό ζευγάρι 2. συμπαίκτης σε τυχερό ή άλλο παιχνίδι για δύο άτομα 3. συμπρωταγωνιστής σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο 4. (οικον.) συμβαλλόμενος, εταίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partenaire… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek